ακαβαλίκευτος

ακαβαλίκευτος
-η, -ο [καβαλικεύω]
εκείνος τον οποίον δεν έχουν ακόμη καβαλικέψει
«άλογο ακαβαλίκευτο».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακαβάλητος — ακαβάλητος, η, ο και ακαβάλιστος, η, ο και ακαβαλίκευτος, η, ο 1. αυτός που ακόμη δεν καβάλησε: Ακαβάλητος καθώς ήταν άρχισε να φοβάται πάνω στ άλογο. 2. αυτός που ακόμη δεν καβαλήθηκε: Το άλογο, ακαβαλίκευτο ακόμη, ήταν πολύ άγριο, σχεδόν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”